- φελλοῦ
- φελλόςcork-oakmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φελλοῦ — Φελλώ Cork land fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt … Deutsch Wikipedia
θηλύπρινος — θηλύπρινος, ἡ (Μ) αρκαδ. ονομασία τού φελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + πρίνος «πουρνάρι»] … Dictionary of Greek
κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… … Dictionary of Greek
καντηλήθρα — η μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι τού καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη τού δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή τού επιθήματος θρα), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρα — Άλλη ονομασία της οικογένειας των φυγιδών (fagaceae), η οποία περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά με χαρακτηριστικούς καρπούς, που περιβάλλονται από ιδιόμορφο περίβλημα, το κύπελλο. Στα κ. υπάγονται όλα τα είδη βελανιδιάς (γένος Querqus) –τα κύπελλα… … Dictionary of Greek
λινόλαιο(ν) — το 1. είδος αδιάβροχου υλικού για επίστρωση δαπέδων και άλλων επιφανειών που κατασκευάζεται με επίχριση ενός υφάσματος από ίνες γιούτας με μίγμα λινελαίου και σκόνης φελλού, αλλ. λινοτάπητας 2. είδος χαρακτικής πάνω σε ειδικό υλικό, αντί τού… … Dictionary of Greek
σουβερίνη — η, Ν (βιοχ.) υδρόφοβη ουσία λιποειδικής φύσης, η οποία εκκρίνεται από τα φυτικά κύτταρα και αποτίθεται στα εσωτερικά κυτταρικά τοιχώματα, συντελώντας στη δημιουργία τού φελλού τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
σουμπέρωση — η, Ν ιατρ. πνευμονοκοκκίαση η οποία προκαλείται από την εισπνοή σκόνης φελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. suberose (< λατ. suber «φελλός») + κατάλ. ose τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek
φελλάρια — τα, Ν (αλιευτ.) κοινή ονομασία τεμαχίων φελλού για ποικίλες χρήσεις και ιδίως για να ψαρεύει κανείς μελανούρια και κεφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)] … Dictionary of Greek